- ιδιωτικός
- -ή, -ό (ΑΜ ιδιωτικός, -ή, -όν) [ιδιώτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.)νεοελλ.φρ.1. «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται μεταξύ ιδιωτών2. «ιδιωτική κατηγορία» — η άσκηση ποινικής αγωγής από αδικημένο άτομο3. «ιδιωτικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων μεταξύ τουςμσν.1. αυτός που έγινε από άπειρο άνθρωπο2. ο ιδιόκτητος3. κοσμικός, σε αντιδιαστολή προς τον ιερό ή τον εκκλησιαστικόαρχ.1. (για λόγο, ύφος, έκφραση) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα2. (για γλώσσα) χυδαία3. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει ειδικό επάγγελμα4. φρ. α. «ἰδιωτικὸν σύγγραμμα» — σύγγραμμα που δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο (Πλάτ.)β) «ἰδιωτικὸς κανών» — φόρος που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που τού ανήκεγ. «ἰδιωτικὸς οἰωνός» — οιωνός που δεν προλέγει σημαντικά πράγματαδ) «ἰδιωτικός βίος» — μοναχικός βίος.επίρρ...ιδιωτικώς και -ά (Α ἰδιωτικῶς)νεοελλ.1. με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη2. ατομικά, προσωπικά3. εμπιστευτικάαρχ.1. ατέχνως2. με ειδικό τρόπο3. φρ. «ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχω» — αμελώ τις σωματικές ασκήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.